- πυρριχιστάς
- πυρριχιστά̱ς , πυρριχιστήςdancer of themasc acc plπυρριχιστά̱ς , πυρριχιστήςdancer of themasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηνικός — ή, ό / σκηνικός, ή, όν, ΝΜΑ [σκηνή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή θεάτρου, θεατρικός («σκηνικό έργο» θεατρικό έργο, όπως είναι η τραγωδία και η κωμωδία) 2. φρ. «σκηνικοί αγώνες» (στην αρχαία Ρώμη) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με … Dictionary of Greek